ῥηγμάτων

ῥηγμάτων
ῥη̱γμάτων , ῥῆγμα
breakage
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πάρνηθα — I Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχαρνών και βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, B του δήμου. II Όρος της Αττικής, το υψηλότερο και ογκωδέστερο, στα όρια με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ενολισθαίνω — ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω] (για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.) αρχ. πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”